μεταδευτερώνω

μεταδευτερώνω
και ματαδευτερώνω
κάνω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω κάτι («δίνει βιτσιά τού μαύρου του και πάει σαράντα μίλια και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε», Πολίτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”